παραβαρύνω

παραβαρύνω
παραβαρύνω και παραβαραίνω παραβάρυνα
1. μτβ., παραφορτώνω, και μτφ. ενοχλώ, κουράζω: Μην παραβαραίνεις το στομάχι σου μετά την εγχείρηση.
2. αμτβ., αυξάνει το βάρος μου, γίνομαι δυσκίνητος: Ο παππούς παραβάρυνε τα τελευταία χρόνια και δε βγαίνει έξω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραβαρύνω — και παραβαραίνω 1. βαραίνω, φορτώνω κάτι πάρα πολύ, παραφορτώνω 2. προκαλώ μεγάλη ενόχληση σε κάποιον 3. (αμτβ.) α) αυξάνομαι υπερβολικά σε βάρος β) γίνομαι δυσκίνητος ή καταπέφτω …   Dictionary of Greek

  • παραβαραίνω — βλ. παραβαρύνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”