- παραβαρύνω
- παραβαρύνω και παραβαραίνω παραβάρυνα1. μτβ., παραφορτώνω, και μτφ. ενοχλώ, κουράζω: Μην παραβαραίνεις το στομάχι σου μετά την εγχείρηση.2. αμτβ., αυξάνει το βάρος μου, γίνομαι δυσκίνητος: Ο παππούς παραβάρυνε τα τελευταία χρόνια και δε βγαίνει έξω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.